μελωδώ

μελωδώ
(ΑM μελῳδῶ, -έω) [μελωδός]
τραγουδώ μελωδικά
μσν.
ηχώ μελωδικά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μελωδώ — μελώδησα, ψέλνω, τραγουδώ: Η χορωδία μελώδησε παλιά τραγούδια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μελῳδῶ — μελῳδέω chant pres subj act 1st sg (attic epic doric) μελῳδέω chant pres ind act 1st sg (attic epic doric) μελῳδός musical masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελῳδῷ — μελῳδός musical masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελεάζω — (ΑM) [μέλος] μσν. (για το αηδόνι) κελαηδώ, τρυλλίζω αρχ. παίζω τη φωνή μου κατά την ομιλία ή την ανάγνωση, τραγουδώ, μελωδώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μελε (τού μέλος) + κατάλ. άζω] …   Dictionary of Greek

  • μελωδάτος — μελῳδάτος, η, ον (Μ) μελωδικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μελῳδῶ + κατάλ. άτος*] …   Dictionary of Greek

  • μελωδητός — μελῳδητός, ή, όν (ΑM) [μελωδώ] αυτός που μπορεί να τόν ψάλλει κάποιος με μελωδία …   Dictionary of Greek

  • μελώδημα — το (ΑM μελῴδημα) [μελωδώ] τραγούδι, άσμα, μελωδία μσν. ψαλμός …   Dictionary of Greek

  • προμελωδώ — έω, Μ μελοποιώ προηγουμένως ή εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + μελῳδῶ «μελοποιώ, συνθέτω μέλος»] …   Dictionary of Greek

  • προσμελωδώ — έω, Α [μελῳδῶ] συνοδεύω κάτι με μελωδία …   Dictionary of Greek

  • συμμελωδώ — έω, Μ τραγουδώ μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μελῳδῶ «τραγουδώ μελωδικά» (< μελῳδός)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”